σάγματα

σάγματα
σάγμα
covering
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σαγματά, μονή — Αντρικό μοναστήρι του νομού Βοιωτίας, στην επαρχία Θηβών, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας. Η ίδρυσή του ανάγεται στο 12o αι. Η ονομασία «Σαγματάς» πιθανολογείται πως οφείλεται σε μοναχό που κατασκεύαζε σάγματα (σαμάρια)… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… …   Dictionary of Greek

  • Μεταμόρφωσης, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Βραγγιανών. Διαλυμένο μοναστήρι του νομού Καρδίτσας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων. Θεμελιώθηκε το 1155 και διαθέτει ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ ο νάρθηκάς του είναι… …   Dictionary of Greek

  • BUDA — I. BUDA apud Pelagium de Vitis Sanctorum, Vides autem Aegyptium vestitum mollibus rebus, et budam de papyro et pellem stratam sub ipso: est stramentum vel storea. Glossae Isidori, Buda, storea. Idem alibi Budas stramenta camelorum, i. e. σάγματα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TEGERAE arma — antiquum Romanorum institutum. Cum enim argentô et aurô ea polire in more habuerint: Sueron. in Caesare c. 67. Milites habebat tam cultos, ut argentô et aurô politis armis ornaret: simul et ad speciem, et quo tenaciores eorum in praelio essent.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • κασοποιός — ο (Α κασοποιός και κασσοποιός) νεοελλ. κατασκευαστής κασών, κασονιών αρχ. πάπ. κατασκευαστής χοντρών μάλλινων φορεμάτων ή υφασμάτων που χρησίμευαν ως σάγματα ή υποσάγματα υποζυγίων, ως τάπητες κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκανθήλια — ξυλοκανθήλια, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ξύλινα σάγματα, σαμάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κανθήλιον «σαμάρι»] …   Dictionary of Greek

  • σαγματίζω — Α [σάγμα, ατος] φορτώνω με σάγματα …   Dictionary of Greek

  • σαγματικός — ή, ό / σαγματικός, ή, όν, ΝΑ [σάγμα, ατος] ο σχετικός με σάγματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”